Του Αντώνη Κοντολέοντος, Προέδρου του ΔΣ της ΕΒΙΚΕΝ.
Τα τελευταία χρόνια, πριν την πανδημία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,μετά από μια μακρά περίοδο μονόπλευρης στήριξης του τομέα των υπηρεσιών είχε αναγάγει σε μείζονα πολιτική προτεραιότητα την επαναφορά στο προσκήνιο της βιομηχανίας, αναγνωρίζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο της βιομηχανίας στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Εάν για την Ευρώπη ήταν αναπτυξιακό ζητούμενο πριν την πανδημία, η ενίσχυση του ρόλου της βιομηχανίας, για την Ελλάδα, της διαλυμένης παραγωγικής βάσης και της υψηλής ανεργίας, στις νέες διαμορφούμενες συνθήκες μετά την πανδημία, η παραγωγική ανασυγκρότηση αποτελεί αδήριτη ανάγκη και προϋπόθεση εξόδου από την νέα, ίσως και χειρότερη κρίση.
Η πλειοψηφία των μεγάλων βιομηχανιών της χώρας, όπως εξάλλου έπραξαν και κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, έτσι και σήμερα, ακόμη και σε συνθήκες πανδημίας, λαμβάνοντας αυξημένα μέτρα προφύλαξης για το προσωπικό τους, κατάφεραν να διατηρήσουν τη λειτουργία τους, χάρις στις εξαγωγικές τους δραστηριότητες.
Σήμερα, μετά την πανδημία, δεν υπάρχει πλέον κανείς που να πιστεύει ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να στηρίζεται μόνο στον τομέα των υπηρεσιών, μια αντίληψη που οδήγησε σε λάθος μοντέλο ανάπτυξης της χώρας.
Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή αγορά θα περάσει μια περίοδο ύφεσης, η οποία θα πλήξει και τις εξαγωγές της μεταποιητικής μας βιομηχανίας. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες θα ενισχύσουν τα μέτρα που ήδη λαμβάνουν για τη στήριξη της βιομηχανίας τους, με την ενθάρρυνση αυτή τη φορά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού, δημιουργώντας συνθήκες άνισου ανταγωνισμού για τις βιομηχανίες της χώρας μας.
Πρέπει επομένως η συζήτηση για τη βιομηχανία και την παραγωγική ανασυγκρότηση να βρεθεί πλέον στο επίκεντρο του προβληματισμού για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας. Όμως ο δρόμος που θα πρέπει να διανύσουμε προκειμένου να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, είναι μακρύς. Κατά συνέπεια η ανάγκη για μια εθνική στρατηγική για τη βιομηχανία, για μια συνεκτική, συνεπή και μακροπρόθεσμη βιομηχανική πολιτική, που θα περιλαμβάνει άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα μέτρα για τη βιομηχανία, είναι για τη χώρα μας ακόμη πιο επιτακτική στις νέες διαμορφούμενες συνθήκες.
Ειδικότερα αναφερόμενοι στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας πρέπει επιτέλους η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το δομικό πρόβλημα του σημαντικά υψηλότερου κόστους ηλεκτρικής ενέργειας ως προς τους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, γιατί πολύ απλά, χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας δεν μπορεί να υπάρξει βιομηχανία.
Πηγή: Quarterly Report on European Electricity Markets, DG Energy (2019
Η μείωση του λιγνίτη στο μείγμα στην ηλεκτροπαραγωγή το τελευταίο τρίμηνο του 2019 μείωσε μεν τη διαφορά μεταξύ της τιμής της ελληνικής αγοράς και της μέσης ευρωπαϊκής, αλλά η ελληνική αγορά αφενός παραμένει η ακριβότερη στην Ευρώπη (60Ευρώ/MWH), αφετέρου οι τιμές της διατηρούνται σε επίπεδο υψηλότερο κατά 36% από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών αγορών(44 Ευρώ/MWH).
Γεγονός που αποδεικνύει ότι η κύρια αιτία για τις υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην ελληνική αγορά εντοπίζεται στα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς, η οποία έχει χαρακτηριστικά εδραιωμένου ολιγοπωλίου.
Αγορά με χαρακτηριστικά εδραιωμένου ολιγοπωλίου σημαίνει μια αγορά, όπου συγκεκριμένοι παίκτες έχοντας συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλου/άλλων παικτών, όπως π.χ φθηνότερο φυσικό αέριο σήμερα, υψηλότερο βαθμό απόδοσης των μονάδων τους αύριο, όταν η είσοδος τους στην αγορά είναι διασφαλισμένη, έχουν τη δυνατότητα με τη συμπεριφορά τους στην αγορά να διαμορφώνουν αδικαιολόγητα υψηλότερες τιμές.
Τα παραπάνω δεν είναι απλώς υποθέσεις, είναι πραγματικότητα. Αρκεί κανείς να δεί την συμπεριφορά των παικτών στην αγορά τη χρονική περίοδο από 11/5-18/5, όπου οι τιμές στην αγορά, ξαφνικά ενώ επί σχεδόν 2 μήνες είχαν διαμορφωθεί σε τιμές κάτω των 30 Ευρώ/MWh ξεπέρασαν τα 45 Ευρω/ΜWhμε μέσο φορτίο περίπου 2.800 Μwh(αφού αφαιρέσουμε την παραγωγή των ΑΠΕ και τις εισαγωγές).
Ταυτόχρονα μιλάμε για μια αγορά με πλήθος ρυθμιζόμενων χρεώσεων που στρεβλώνουν τη λειτουργία της αγοράςυπέρ πάλι των ηλεκτροπαραγωγών.Ελλείψει προθεσμιακής αγοράς, μόνο η αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ και οι εισαγωγές δημιουργούν σε εποχές χαμηλής ζήτησης συνθήκες στοιχειώδους ανταγωνισμού.
Παρά τις προσπάθειες που αποσπασματικά έχουν γίνει από πολλές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, το ενεργειακό παραμένει ψηλά στην ατζέντα των προβλημάτων της μεταποίησης. Γύρω από το ενεργειακό κόστος μπορούν να υπάρξουν οι πρώτες άμεσες παρεμβάσεις εάν θέλει το ελληνικό κράτος να βελτιώσει το κλίμα και τις προσδοκίες για τη βιομηχανία.
Άλλωστε εκεί υπάρχει και το μεγαλύτερο “λίπος”, όπως έδειξαν οι μελέτες της Ρυθμιστικής Αρχής του Βελγίου σύμφωνα με τις οποίες οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας (αλουμίνιο, χάλυβας, χαρτί, τσιμέντο, κλωστοϋφαντουργία) στην Ελλάδα έχουν υψηλότερο κόστος, έως και 30%, ως προς τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Η αναδιάρθρωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο του target model και η σύζευξή της με τις γειτονικές αγορές, δεν αναμένεται δυστυχώς να διαφοροποιήσουν αυτή την εικόνα και θα εξηγήσουμε παρακάτω τους λόγους.
Καταρχάς οι βασικές επιλογές σχεδιασμού της νέας αγοράς (central dispatch , unit based bidding), απηχούν μια ξεπερασμένη αντίληψη περί κεντρικού ελέγχου, ενώ και οι σχεδιαζόμενοι περιορισμοί στην προθεσμιακή αγορά θα οδηγήσουν σε μια αγορά semi compulsory pool. Δηλαδή θα δημιουργήσουμε εκ νέου ένα σχήμα με χαρακτηριστικά που δεν υφίστανται σε καμία σύγχρονη ευρωπαϊκή αγορά.
Το επιχείρημα ότι η λειτουργία της νέας αγοράς, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και η αλλαγή στο μείγμα με την απόσυρση του λιγνίτη θα διαμορφώσουν από μόνες τους συνθήκες ανταγωνισμού, οι οποίες θα ρίξουν τις τιμές της αγοράς στα ευρωπαϊκά επίπεδα δεν ευσταθεί.
Δεν δικαιολογείται η λήψη μέτρων, όπως περιορισμοί στην λειτουργία της προθεσμιακής αγοράς,με το πρόσχημα της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ, καθώς δημιουργεί συνθήκες ενίσχυσης συμπεριφορών ολιγοπωλίου. Απαιτείται προς τούτο, η αναβάθμιση του ρόλου του Ρυθμιστή, ενός Ρυθμιστή πραγματικά ανεξάρτητου, ώστε να αποφύγουμε συμπεριφορές χειραγώγησης της αγοράς.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως διαμορφώνεται, η παράταση των υφιστάμενων συμβάσεων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας με τη ΔΕΗ με χρονικό ορίζοντα το 2023, είναι κομβικής σημασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανιών έντασης ενέργειας και η ουσιαστική συμμετοχή τους στον ενεργειακό μετασχηματισμό της χώρας.
Εν κατακλείδι εάν για τη χώρα μας στόχος είναι η ανάταξη της παραγωγικής οικονομίας και η ενθάρρυνση νέων βιομηχανικών επενδύσεων, η διασφάλιση ανταγωνιστικού ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία θα πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα. Το ενεργειακό κόστος είναι μια παράμετρος που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοείται κατά το σχεδιασμό της ενεργειακής πολιτικής. Στη νέα αγορά δεν μπορεί να συντηρούνται στρεβλώσεις που ευθύνονται για την αναποτελεσματικότητα του σημερινού συστήματος.
Η αβεβαιότητα γύρω από το ενεργειακό κόστος αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για νέες βιομηχανικές επενδύσεις και ακυρώνει νέα επενδυτικά πλάνα. Οφείλουν όλοι να συνειδητοποιήσουν ότι χωρίς ανταγωνιστική τιμή ενέργειας η χώρα θα παραμείνει βιομηχανικός ουραγός της Ευρώπης και δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τη νέα κρίση.
Η βιομηχανία μπορεί και πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής της ελληνικής ανάκαμψης, αρκεί να της εξασφαλιστεί το αναγκαίο καύσιμο: το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας.
* Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι πρόεδρος του ΔΣ της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας