η κυβέρνηση θα μείνει θεατής ;
Του Αντώνη Κοντολέοντος, Προέδρου του ΔΣ της ΕΒΙΚΕΝ.
Στις νέες διαμορφούμενες συνθήκες μετά την πανδημία για την Ελλάδα, της διαλυμένης παραγωγικής βάσης και της υψηλής ανεργίας, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η ενίσχυση του ρόλου της βιομηχανίας αποτελεί αδήριτη ανάγκη και προϋπόθεση εξόδου από την νέα, ίσως και χειρότερη κρίση.
Βασική όμως προϋπόθεση για την στήριξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των βιομηχανιών έντασης ενέργειας είναι ο εξορθολογισμός του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο των τιμών με τις οποίες επιβαρύνονται οι ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους. Η ελληνική αγορά την τελευταία πενταετία, αφενός παραμένει η ακριβότερη στην Ευρώπη, αφετέρου οι τιμές της διατηρούνται σε επίπεδο υψηλότερο κατά 40% από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών αγορών.
Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζοντας το πρόβλημα ο αρμόδιος Υπουργός δεσμεύτηκε με δηλώσεις του ότι η μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση.
Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται σήμερα μετά 1,5 μήνα από τη λειτουργία της νέας αγοράς στο πλαίσιο του target model είναι τελείως διαφορετική και καθιστά την παρέμβαση της κυβέρνησης άμεσα επιτακτική, γιατί αντί να ομιλούμε για μείωση του κόστους ενέργειας, μιλάμε για επιχειρούμενη επαχθή αύξηση, η οποία θέτει σε κίνδυνο ακόμη και την βιωσιμότητα πολλών βιομηχανιών.
Η εκτόξευση του κόστους της αγοράς εξισορρόπησης σε “αδόκητα επίπεδα”, όπως τη χαρακτηρίζει η Ρυθμιστική Αρχή στην ανακοίνωση της για την ανάγκη λήψης μέτρων, και η επιχειρούμενη υπερβολική αύξηση των βιομηχανικών τιμολογίων για την ΥΤ από το κρατικό μονοπώλιο δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας γύρω από το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας της χώρας την επόμενη ημέρα.
Λειτουργία αγοράς στο πλαίσιο του target model
Μας δημιουργεί έντονη ανησυχία η αναφορά της ΡΑΕ σε “στρατηγικές συμμετεχόντων , ιδίως όσων τελούν σε θέση ισχύος”, η οποία παραπέμπει προφανώς στο κρατικό μονοπώλιο. Οι ευθύνες των ιθυνόντων τεράστιες.
Είχαμε εγκαίρως διαπιστώσει ότι τα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας επιτρέπουν την εμφάνιση συμπεριφορών ολιγοπωλίου. Η αλλαγή στο μείγμα καυσίμου με ταυτόχρονη αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ δεν επαρκούν να διαμορφώσουν συνθήκες στοιχειώδους ανταγωνισμού σε μια αγορά, χωρίς επαρκείς διεθνείς διασυνδέσεις, η οποία μονοπωλείται από συγκεκριμένους καθετοποιημένους παίκτες.
Επίσης ούτε η σύζευξη της αγοράς μας με εκείνες της Βουλγαρίας και Ιταλίας θα λειτουργήσει στην πράξη τουλάχιστον έως το 2025, καθώς οι δημοπρατούμενες δυναμικότητες των διασυνδέσεων δεν επαρκούν, ώστε να μην καταγράφεται με μεγάλη συχνότητα συμφόρηση στα σύνορα και ως αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η κοινή επίλυση των αγορών, όπως εξάλλου παρατηρείται τις πρώτες ημέρες σύζευξης της αγοράς μας με εκείνη της Ιταλίας.
Σε μια αγορά όπου δεν είναι σε λειτουργία μηχανισμός επιτήρησης της αγοράς ήταν αναμενόμενος ο εκτροχιασμός των τιμών με την εφαρμογή ενός μοντέλου αγοράς σχεδιασμένο για αγορές με αναπτυγμένο ανταγωνισμό.
Στο ίδιο αποτέλεσμα συνετέλεσαν οι βασικές επιλογές σχεδιασμού των νέων αγορών, ήτοι του κεντρικού ελέγχου (central dispatch) στην αγορά εξισορρόπησης, τις προσφορές ανά μονάδα και όχι ανά portfolio στην αγορά επόμενης ημέρας και μια ζώνη φορτίου για όλη τη χώρα.
Ενδεικτικό για ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται από τις εν γένει ρυθμίσεις, που αποφασίστηκαν στην αγορά, είναι ότι το μόνο ρυθμιστικό μέτρο που αποφασίστηκε ήταν να τεθεί περιορισμός στα διμερή συμβόλαια, τα οποία δύναται να συνάψουν οι μεγάλοι προμηθευτές, ώστε να υπάρχει ικανοποιητική ρευστότητα στην αγορά και να μην συμπιέζονται οι τιμές στην αγορά επόμενης ημέρας.
Εν κατακλείδι σχεδιάστηκε μια αγορά που να διασφαλίζει υψηλά κέρδη για τους υφιστάμενους καθετοποιημένους παίκτες και όχι προς όφελος του καταναλωτή. Πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι η αγορά εξισορρόπησης ξεκίνησε να λειτουργεί χωρίς να είναι δυνατή η συμμετοχή του φορτίου, καθώς το θεσμικό πλαίσιο δεν είναι έτοιμο. Τυχαίο;
Η μέχρι στιγμής άρνηση από τους καθετοποιημένους παίκτες να προσφέρουν στις μεγάλες βιομηχανίες προθεσμιακά προϊόντα με φυσική παράδοση, υποκρύπτει κοινή πρακτική που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση των τιμών στη βιομηχανία, πρακτική την οποία έχει υιοθετήσει δυστυχώς και το κρατικό μονοπώλιο.
Όταν είναι γνωστό ότι υπάρχει σημαντική συμφόρηση στην Πελοπόννησο ήταν αναμενόμενο, ότι όλοι οι παίκτες που συμμετέχουν στην αγορά εξισορρόπησης, θα διαμορφώσουν κατάλληλα την στρατηγική προσφορών τους στην αγορά επόμενης ημέρας και στην αγορά εξισορρόπησης, ώστε να αποκομίσουν απροσδόκητα κέρδη (windfall profits).
Επίσης όταν τα “αδόκητα κέρδη” από την αγορά εξισορρόπησης υπερκαλύπτουν τις χρεώσεις μη συμμόρφωσης για δηλώσεις φορτίου ή δηλώσεις πρόβλεψης παραγωγής ΑΠΕ είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσουν τους καθετοποιημένους προμηθευτές σε υπερδηλώσεις φορτίου, κάτι που βλέπουμε συστηματικά να συμβαίνει. Χωρίς όμως να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτό γίνεται σκόπιμα ή από έλλειψη κατάλληλης υποδομής. Όντας όμως σε γνώση της αγοράς η παρατηρούμενη υπερδήλωση φορτίου, ομοίως επιτρέπει τη διαμόρφωση στρατηγικής προσφορών με τον ίδιο σκοπό, την αποκόμιση απροσδόκητων πρόσκαιρων κερδών.
Για το διάστημα από 1/11 έως 30/11 δαπανήθηκαν στην αγορά ανοδικής ενέργειας εξισορρόπησης 100εκ Ευρώ για ενέργεια 393 GWh και στην καθοδική επιπλέον 20εκ Ευρώ για μείωση παραγωγής 409 GWh, ήτοι ο ΑΔΜΗΕ συνολικά έδωσε εντολές ανακατανομής συνολικού ύψους 802 GWh, ενώ οι πραγματικές ανάγκες ήταν μόνο 30% , ήτοι περίπου 240 GWH.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι οι υψηλές τιμές δίνουν το σύνθημα στην αγορά ότι υπάρχει ευκαιρία και χώρος να κατασκευαστούν νέες μονάδες, οι οποίες θα μπορούν να προσφέρουν ευέλικτη ισχύ, αγνοώντας το γεγονός ότι οι νέες μονάδες παραγωγής, των οποίων έχει ανακοινωθεί και προγραμματίζεται η κατασκευή, κατά σύμπτωση ανήκουν στους ίδιους παίκτες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην αγορά.
Σίγουρα πάντως απομυθοποιείται το γεγονός ότι οι ΑΠΕ είναι φθηνές, γιατί το όποιο κόστος της αγοράς εξισορρόπησης οφείλεται κύρια στη στοχαστικότητα της παραγωγής των ΑΠΕ.
Επιχειρούμενη αύξηση των βιομηχανικών τιμολογίων στην ΥΤ από το κρατικό μονοπώλιο
Είναι προφανές εκ των ανωτέρω ότι η εξομάλυνση των νέων αγορών και η σταθεροποίηση των τιμών θα χρειαστεί χρόνο
Την ίδια περίοδο λήγουν οι συμβάσεις των μεγάλων βιομηχανιών ΥΤ με τη ΔΕΗ. Η ΔΕΗ αρνείται κάθε διάλογο και επιμένει σε αδικαιολόγητες και επαχθείς αυξήσεις από 20% έως και 40%. Καταργεί ταυτόχρονα τα χαμηλά τιμολόγια για τη νυχτερινή ζώνη, τα οποία κρατούν στη ζωή τις χαλυβουργίες, αγνοώντας ποια θα είναι η επίπτωση.
Αγνοεί ότι τα φορτία των χαλυβουργιών τη νύχτα, είναι εκείνα που επιτρέπουν την ένταξη των λιγνιτικών της μονάδων της στην αγορά και κατ’ επέκταση τη λειτουργία τους μέσα την ημέρα, δίνοντας τους τη δυνατότητα να πουλήσουν την παραγωγή τους στη λιανική τις ώρες μη λειτουργίας των χαλυβουργιών.
Η ΔΕΗ αγνοεί ότι είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και προμηθευτής στη χώρα. Αποτελεί πρόκληση ότι στο πλαίσιο της προσφοράς της, ενσωματώνει ρήτρα προσαύξησης συνδεδεμένη με το συνολικό κόστος της αγοράς εξισορρόπησης, κόστος, στη διαμόρφωση του οποίου και η ίδια συμβάλει καθοριστικά, τόσο ως προμηθευτής με τις υπερδηλώσεις φορτίου που κάνει, όσο και ως παραγωγός με τη στρατηγική των προσφορών της, αποκομίζοντας σημαντικά έσοδα.
Δυστυχώς η διαπραγμάτευση οδηγείται σε αδιέξοδο. Θεωρούμε αναγκαία την παρέμβαση της κυβέρνησης σε αυτό το κρίσιμο μεταβατικό διάστημα για την αγορά. Δεν θέλουμε να είμαστε μάντεις κακών, αλλά δυστυχώς θα δούμε για μια ακόμη φορά να σβήνουν φουγάρα, αυτή τη φορά με απόλυτη ευθύνη του κρατικού μονοπωλίου.
Η βιομηχανία μπορεί και πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής της ελληνικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, αρκεί να της εξασφαλιστεί το αναγκαίο καύσιμο: το ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας.
* Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι πρόεδρος του ΔΣ της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας